- βάρος
- Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η Γη επί του σώματος. Επειδή όμως η μάζα της Γης είναι πολύ μεγαλύτερη από τις μάζες των επίγειων σωμάτων, η επιτάχυνση που αποκτά η Γη υπό την επίδραση μιας τέτοιας δύναμης είναι ασήμαντη. Η κατεύθυνση της δύναμης της βαρύτητας είναι η ευθεία που ενώνει το κέντρο β. της Γης με το κέντρο β. κάποιου σώματος. Η κατεύθυνση αυτή καθορίζει την κάθετο προς ένα καθορισμένο σημείο. Εφόσον σε ένα ορισμένο σημείο η επιτάχυνση, που οφείλεται στην έλξη της Γης, είναι ανεξάρτητη από τη μάζα του σώματος (βαρύτητα), έπεται, από τον θεμελιώδη νόμο της δυναμικής, ότι η ένταση της δύναμης της βαρύτητας είναι ευθέως ανάλογη προς τη μάζα του σώματος.
ατομικό και μοριακό β. Το β. ενός ατόμου ή ενός μορίου σε σύγκριση με το β. του ατόμου του υδρογόνου, που λαμβάνεται συμβατικά ως μονάδα. Πρακτικοί λόγοι οδήγησαν αργότερα στην αποδοχή μιας βάσης πιο κατάλληλης για τη μέτρηση των ατομικών και μοριακών β.: το β. του ατόμου του οξυγόνου, που είναι ίσο με 16. Ένας από τους λόγους που συνέβαλε για να ληφθεί το οξυγόνο ως βάση είναι το γεγονός ότι σχηματίζει σταθερές ενώσεις σχεδόν με όλα τα στοιχεία. Η ανακάλυψη των ισοτόπων έκανε αναγκαία την εκλογή μιας βάσης που θα επέτρεπε να μετριούνται με περισσότερη ακρίβεια τα ατομικά και μοριακά β. Και τελικά αποφασίστηκε να ληφθεί ως βάση το πιο σύνηθες ισότοπο του οξυγόνου (16Ο), ίσο προς 16. Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται η λεγόμενη φυσική κλίμακα των ατομικών β., σε αντίθεση με τη χημική κλίμακα που αποδέχεται ίσο με 16 το φυσικό μείγμα των ισοτόπων του οξυγόνου. Για ν’ αποφεύγονται και οι ελάχιστες διαφορές που προκύπτουν αν χρησιμοποιηθούν διαφορετικές κλίμακες, προτάθηκε αργότερα να καθιερωθεί ως βάση μιας ικανοποιητικής κλίμακας το σταθερό ισότοπο του άνθρακα (12C), που το παίρνουμε ίσο με 12.
Θα είμαστε ίσως περισσότερο ακριβολόγοι αν αναφερόμαστε σε ατομικές και μοριακές μάζες παρά σε β., αλλά μια συνήθεια που διαρκεί πάνω από έναν αιώνα και το γεγονός ότι πρόκειται για συμβατικές αναλογίες μάς κάνει να αποδεχόμαστε τους καθιερωμένους όρους.
Ο ακριβής προσδιορισμός των ατομικών και μοριακών β. αποτέλεσε ένα από τα βασικά θέματα της χημείας του 20ού αι. Το έργο του Μπερκέλιους, του Ντουμά και πολλών άλλων χημικών και η πολύτιμη συμβολή του Ζαν Σερβέ Στας (1813-91), ο οποίος προώθησε τον προσδιορισμό των ατομικών β. πολυάριθμων στοιχείων με τον μέγιστο, για την εποχή του, βαθμό ακριβείας, υπήρξαν μεγάλης σημασίας για τις επόμενες ανακαλύψεις της χημείας.
Η έλλειψη μιας ακριβούς θεωρητικής αρχής κατέστησε για πολύ καιρό αβέβαιη την ερμηνεία των αναλυτικών δεδομένων και την εκλογή ανάμεσα στα δυνατά πολλαπλάσια των τιμών που έδινε η ανάλυση. Στην πράξη, όμως, δεν είναι δυνατόν (εξαιτίας των εξαιρετικά μικρών ποσοτήτων) να συγκριθεί το β. ενός ατόμου με το άτομο του δείγματος και γι’ αυτό θα πρέπει να καταφύγουμε στα αποτελέσματα από την ανάλυση μεγάλου αριθμού ενώσεων που σχηματίζονται από το εξεταζόμενο στοιχείο με στοιχεία γνωστού ατομικού β. Από πολλές αναλύσεις είναι γνωστό με ακρίβεια ότι η αμμωνία περιέχει 4,66 μέρη β. αζώτου, έναντι ενός υδρογόνου και όπως ακριβώς δείχνουν οι τύποι ΝΗ, ΝΗ2 ή ΝΗ3 θα έχουμε για το άζωτο το ατομικό β. 4,66, 9,32 ή 14, που είναι η σωστή τιμή.
Θεμελιώδης υπήρξε στο πεδίο αυτό η εργασία του Κανιτσάρο, που έθεσε τις θεωρητικές βάσεις για τον προσδιορισμό των ατομικών και μοριακών β. εδραιώνοντας οριστικά (με οδηγό την αρχή του Αβογκάντρο) τη διάκριση μεταξύ ατόμου και μορίου από χημική άποψη (1858). Η κύρια ιδέα του Κανιτσάρο ήταν, σύμφωνα με τις απόψεις του Αβογκάντρο, ότι οι πυκνότητες των αερίων στοιχείων και ενώσεων είναι ανάλογες με τα β. των μορίων τους και συνεπώς με τα μοριακά β. τους. Επειδή το μοριακό β. του υδρογόνου (το οποίο έχει μόριο διατομικό) είναι 2, αν πολλαπλασιάσουμε επί 2 την πυκνότητα ενός στοιχείου ή ένωσης σε αέρια κατάσταση έχουμε το μοριακό του β., σε σχέση με το υδρογόνο κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Απλές σκέψεις επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το ατομικό β. των στοιχείων που σχηματίζουν αέριες ενώσεις (ή αναγόμενες σε αέριο κατάσταση χωρίς διάσταση). Θα ήταν δυνατόν να προσδιορίσουμε ποια είναι η ελάχιστη ποσότητα του εξεταζόμενου στοιχείου που υπάρχει σ’ ένα γραμμομόριο (ποσότητα σε γραμμάρια ίση προς το ατομικό β.) των διαφόρων ενώσεων για να μπορέσουμε να συμπεράνουμε σωστά ότι αυτή είναι ίση με ένα γραμμοάτομο και ότι ο αριθμός αυτός δείχνει το ατομικό β.
Ο νόμος του ισομορφισμού του Μίτσχερλιχ και ο νόμος των ειδικών θερμοτήτων των Ντουλόν και Πετί, που ανακαλύφθηκαν από τις αρχές του περασμένου αιώνα, προσφέρουν κριτήρια για να εδραιώσουμε σε πολλές περιπτώσεις τον πιο πιθανό χημικό τύπο μιας ένωσης και το ατομικό β. ενός στοιχείου, προσφέροντας στον ερευνητή μια βασική και πολύτιμη βοήθεια.
Οι κρυοσκοπικές και ζεσεοσκοπικές μέθοδοι που εφάρμοσε ο Ραούλ (1885) επέτρεψαν να προσδιοριστούν ακριβώς τα μοριακά β. των οργανικών ενώσεων. Η τελειοποίηση των αναλυτικών μεθόδων και η βελτίωση των οργάνων συνέβαλαν στο να αυξηθεί η ακρίβεια στον προσδιορισμό των μοριακών και ατομικών β. Η φασματοφωτομετρία της μάζας έδωσε τη δυνατότητα να προσδιορίζουμε με εξαιρετική ακρίβεια τις μάζες των απλών ισοτόπων.
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
Μοριακό βάρος. Με τη διάχυση του Μπούνσεν προσδιορίζεται η πυκνότητα των αερίων –από την οποία φτάνουμε στο μοριακό βάρος– με τη μέτρηση του χρόνου τον οποίο χρειάζονται ίσοι όγκοι δύο διαφορετικών αερίων (ένα από τα οποία εκτελεί χρέη υποδείγματος) για να περάσουν από μια μικρότατη οπή σ’ ένα ελασμάτιο από πλατίνα (P), η οποία φράσσει το ανώτερο μέρος ενός γυάλινου σωλήνα (V) εμβαπτισμένου σ’ ένα δοχείο (Ο) που περιέχει νερό. Το αέριο, του οποίου την ταχύτητα διάχυσης θέλουμε να μετρήσουμε, διοχετεύεται στον σωλήνα μέχρις ότου η στάθμη του νερού φτάσει κάτω από το κατώτερο σημείο (Α). Ανοίγεται τότε η στρόφιγγα (R) και το αέριο διαφεύγει μέσω της οπής υπό την πίεση του μετατοπιζόμενου νερού. Μετράται ο χρόνος κατά τον οποίο εξήλθε ο όγκος του αερίου που περιεχόταν μεταξύ των δύο σημείων Α και Β.
* * *το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM βάρος)1. φόρτωμα2. δυσάρεστο αίσθημα3. οικονομική υποχρέωση4. βαρύτητα, αξία5. πίεση, στενοχώρια6. θλίψη, λύπημσν.- νεοελλ.1. ενοχή2. αυστηρή εντολή3. αρρώστιανεοελλ.1. η βαρυτική δύναμη, η έλξη που ασκείται σ' ένα σώμα λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος μεγάλης μάζας, όπως είναι η Γη2. ορισμένη συμπεριφορά που επιβάλλεται σε κάποιον με σύμβαση ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με αγωγή αλλά που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο3. φρ. «ειδικό βάρος» — όρος που δηλώνει το βάρος μία ουσίας ανά μονάδα όγκου4. «βάρος απόδειξης» — η υποχρέωση των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους5. «άρση βαρών» — άθλημα στο οποίο ο αθλητής ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα άκρα της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρουςαρχ.1. όγκος, μέγεθος2. αφθονία, πλούτος3. δύναμη4. η σφοδρότητα, η βιαιότητα5. η ένταση του τόνου των λέξεων6. η βαρύτητα του τόνου στη μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίθ. βαρύς υπάρχει το ουσ. βάρος, το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας *gwer «βαρύς» (αντί *βέρος), αναλογικά προς το βαρύς και κατά το πρότυπο άλλων ζευγών λέξεων (πρβλ. θαρσος-θαρσύς). Ως απλή απαντά η λ. αρχικά στον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε και ως β' συνθετικό πολλών επιθέτων της αρχαίας και λιγότερων της νέας Ελληνικής με τη μορφή -βαρής.ΠΑΡ. αρχ. βαρύλλιοννεοελλ.βαρίδι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βαρογράφος βαροδέκτης, βαρόμετρο, βαροσκόπιο, βάροσμος(Β' συνθετικό) αβαρής, ανισοβαρής, ανομοιοβαρής, ετεροβαρής, ισοβαρής, οινοβαρής, ολιγοβαρής, ομοιοβαρής, υπερβαρήςαρχ.αιμοβαρής, αμφιβαρής, ανδροβαρής, βυσσοβαρής, γαστροβαρής, γυιοβαρής, δουριβαρής, επιβαρής, θυμοβαρής, καταβαρής, καρηβαρής, κεφαλοβαρής, νεκροβαρής, νοσοβαρής, οξειοβαρής, οξοβαρής, οπισθοβαρής, παντοβαρής, στερροβαρής, τετραβαρής, φλοιοβαρής, χαλκοβαρής, χειροβαρής νεοελλ. αμφοτεροβαρής, εμπροσθοβαρής, κεντροβαρής, λιποβαρής, μεικτοβαρής].
Dictionary of Greek. 2013.